Περὶ φυσικοῦ νόμου, καὶ γραπτοῦ, καὶ πνευματικοῦ (τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου)
Ἐπειδὴ ὁ Ἀδὰμ εἶχεν εἰς τὴν ἐξουσίαν του νὰ ἀπολαμβάνῃ κάθε ξύλον τοῦ παραδείσου, ἀκόμι καὶ αὐτὸ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς, διὰ τοῦτο τοῦ ἐδόθη ἐντολὴ νὰ μὴ φάγῃ ἀπὸ ἕνα μόνον ξύλον, διὰ νὰ γνωρίσῃ, πῶς εἶναι τρεπτός, καὶ ἀλλοιωτός, καὶ νὰ συστέλλεται, καὶ νὰ μένῃ εἰς ἐκείνην τὴν καλήν, καὶ θείαν κατάστασιν. Ὅτι μὲ ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, ὅτι ἐὰν φάγῃ, ἔχει νὰ ἀποθάνῃ τὸν ἔκανε νὰ γνωρίσῃ, πῶς εἶναι τρεπτὸς καὶ ἀλλοιωτός. Τότε λοιπὸν ποῦ ἐχρειάζετο νόμος ἢ φυσικός, ἢ γραπτός, ἢ πνευματικός;
ὅμως ἀφ’ οὗ ἔφαγεν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἐμποδισμένο ξύλον, καὶ ἀπέθανε θάνατον πικρόν, ἤγουν ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἐτράπη εἰς φθοράν τότε διὰ νὰ μὴ ξεπέσῃ τελείως ἀπὸ τὸ καλόν, ἐπειδὴ ἐπροχώρησεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος ἡ κακία, καὶ τὸ ἐτυραννοῦσε δυναστικῶς, διὰ τὴν ἀσθένειαν, καὶ συμφορὰν ὁποῦ τοῦ ἠκολούθησεν ἀπὸ τὴν φθοράν, τοῦ ἐδόθη νόμος διὰ νὰ τοῦ δείχνῃ ποῖον εἶναι τὸ καλόν, καὶ ποῖον τὸ κακόν. Διατὶ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε τυφλός, ὡσὰν νὰ εἰπῇ τινάς, καὶ παράφρων, ἔξω φρενῶν, καὶ ἀσύνετος, καθὼς εἶναι γεγραμμένον εἰς τοὺς ψαλμούς. «Ἀποκάλυψον τοὺς ψαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου. Καὶ συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς ἐντολάς σου». Βλέπεις εἰς ποίαν ἐλεεινὴν κατάστασιν ἐκατήντησεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ διὰ τοῦτο ἐχρειάσθη καὶ γραπτὸν νόμον; Διατὶ ἀφ’ οὗ ἐξέπεσε, δὲν ἐδύνετο νὰ βλέπῃ οὐδὲ αὐτὸν τὸν κόσμον, ἐὰν δὲν ἐφωτίζετο πρότερον ἄνωθεν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ὕστερον, δέ, ἀφ’ οὗ ἦλθεν ὁ Χριστός, καὶ ἔκαμε τόσην ἀκριβῆ ἕνωσιν τῆς θεότητος καὶ τῆς ἀνθρωπότητος, ὥστε ὁποῦ τὰ δύω ταῦτα, καὶ ἄκρως ἐναντία, ἤγουν ἡ θεότης, καὶ ἡ ἀνθρωπότης νὰ εἶναι ἕνα, ἀγκαλὰ καὶ μένουν ἀσύγχυτα, καὶ ἄφυρτα· ἀπὸ τότε πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔγινεν ὡσὰν φῶς μὲ τὸ νὰ ἑνώθη μὲ ἐκεῖνο τὸ λαμπρότατον, καὶ πρῶτον, καὶ ἀνέσπερον φῶς τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν χρειάζεται πλέον κᾀνένα νόμον γραπτόν, διότι ἡ θεία χάρις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁποῦ εἶναι μαζὶ μὲ αὐτὸν καρποφορεῖ τὸ εὗ εἶναι, ἤγουν ἀγάπην, χαράν, εἰρήνην, μακροθυμίαν, χρηστότητα, ἀγαθωσύνην, πίστιν, πρᾳότητα καὶ ἐγκράτειαν. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀφ’ οὗ εἶπε τὸν καρπὸν τοῦτον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, εἰς τὸ τέλος λέγει : «Κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος, ὅτι εἰς τὸν δίκαιον ὁ νόμος δὲν χρειάζεται». Λοιπὸν ὅποιος δὲν ἔχει ἀκόμι αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, αὐτὸς δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι λέγει ὁ Ἀπόστολος : «Εἰδέ τις πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστι Χριστοῦ». Καὶ πρέπει νὰ ἀγωνισθῇ, καὶ νὰ ἐπιμεληθῇ ὁ τοιοῦτος νὰ γένῃ τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ μὴ πιστεύῃ ματαίως εἰς τὸν Χριστόν, καὶ τότε ὁ Χριστὸς δὲν θέλει τὸν ὠφελήσῃ τίποτε. Καὶ ὅλη του ἡ ἐπιμέλεια καὶ ὁ ἀγῶνας πρέπει νὰ εἶναι διὰ νὰ ἀποκτήσῃ πνεῦμα Χριστοῦ, καὶ ἔτζι νὰ καρποφορήσῃ τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅτι τοῦτο εῑναι ὁ πνευματικὸς νόμος, καὶ τὸ εὗ εἶναι.Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Δεύτερο Λόγο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου (Πηγή : Αγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου “ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ” . Ἐκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου.